Αθετώ - ορισμός του αθετώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b8%ce%b5%cf%84%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.799.164.312
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αθετώ
Μεταφράσεις
αθετώ
breach
,
default
,
violate
(
aθe'to
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
δεν τηρώ
revenir sur se rétracter
αθετώ την υπόσχεσή μου
revenir sur sa promesse se rétracter
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αήττητη
αήττητο
αήττητος
άηχος
αθανασία
Αθανάσιος
αθάνατη
αθάνατο
αθάνατος
αθέατος
άθεη
αθεΐα
αθεϊσμός
αθεϊστής
αθεϊστικός
άθελα
αθέλητη
αθέλητο
αθέλητος
αθέμιτη
αθέμιτο
αθέμιτος
άθεο
άθεος
αθεράπευτα
αθεράπευτη
αθεράπευτο
αθεράπευτος
αθερίνα
αθέτηση
αθετώ
αθημία
Αθηνά
Αθήνα
αθηναϊκός
Αθηναίος
άθικτη
άθικτο
άθικτος
άθιχτος
άθλημα
αθλητής
αθλητικά
αθλητικά παπούτσια
αθλητική
αθλητικό
αθλητικό ρούχο
αθλητικός
αθλητικός τύπος
αθλητισμός
αθλήτρια
αθλθτικός
άθλια
άθλιο
άθλιος
αθλιότητα
άθλος
αθλούμαι
αθόρηβος
αθόρυβη
αθόρυβο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close