Αδελφικός - ορισμός του αδελφικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b1%ce%b4%ce%b5%ce%bb%cf%86%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.798.684.744
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
αδελφικός
Μεταφράσεις
αδελφικός
(
aðelfi'kos
)
αδερφικός
(
aðerfi'kos
)
επίθετο
αδελφική
(
aðelfi'ci
)
θηλυκό
αδελφικό
fraternel
,
coûteux
brotherly
(
aðelfi'ko
)
ουδέτερο
που αφορά τα αδέλφια
fraternel/-elle
αδελφική αγάπη
un amour fraternel
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
αδάμαστος
άδεια
άδεια ασθενείας
άδεια διάβασης
άδεια εισόδου
άδεια εργασίας
άδεια μητρότητας
άδεια οδήγησης
άδεια πατρότητας
αδειάζω
αδειανή
αδειανό
αδειανός
άδειασμα
αδειασμένος
άδειο
άδειος
αδειούμπα
αδέκαρη
αδέκαρο
αδέκαρος
αδέκαστος
Αδελαϊδα
αδελφή
αδέλφι
αδέλφια
αδελφικά
αδελφική
αδελφικής
αδελφικό
αδελφικός
αδελφοί
αδελφοκτονία
αδελφοκτόνος
αδελφοποιώ
αδελφός
αδελφοσύνη
αδελφότητα
αδένας
άδενδρος
αδενικός
αδενίνη
αδενίτιδα
αδενοκαρκίνωμα
αδενολογία
αδενοπάθεια
αδενοσίνη
αδένωμα
αδέξια
αδέξιο
αδέξιος
αδεξιότητα
αδερφή
αδέρφια
αδερφικός
αδερφίστικος
αδερφός
αδερφοσύνη
αδερφότητα
αδέσμευτος
αδέσποτη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close